- προεδρεύων
- προεδρεύωto bepres part act masc nom sgπροεδρεύων , προεδρεύωto bepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεδρεύω — προεδρεύω, προέδρευσα και προήδρευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: προεδρεύω : απαντάται η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο προεδρεύων) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής